- λεπιδωτά
- Μεγάλη τάξη ερπετών η οποία υποδιαιρείται σε τρεις υποτάξεις, των οφιδίων, των αμφισβαινίων και των σαυροειδών. Η επιστημονική της ονομασία είναι Squamata. Παλαιότερα τα λ. θεωρούνταν μία ομάδα, στην οποία οι τρεις αυτές υποτάξεις είχαν τη θέση τάξης. Τα λ. καλύπτονται από κεράτινα λέπια, που ονομάζονται και φολίδες, και στα οποία οφείλεται και η ονομασία της τάξης. Τα λέπια ποικίλλουν ως προς τις διαστάσεις και το σχήμα τους, είτε από είδος σε είδος είτε σε σχέση με τη θέση τους στο σώμα. Μερικές φορές τα λέπια αυτά είναι ενισχυμένα με μικρές δερμικές οστεώσεις. Στο κρανίο, το τετραγωνικό κόκαλο είναι κινητό, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Τα άκρα μπορεί να είναι 4 ή 2 ή να λείπουν τελείως, όπως συμβαίνει σε μερικά σαυροειδή και σε όλα τα οφίδια. Ανάλογα πάλι, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των λ. έχει πέντε δάχτυλα, πολλά είδη δεν ακολουθούν τον κανόνα αυτό. Η κοιλία της καρδιάς δεν χωρίζεται πλήρως σε δύο μισά. Το άνοιγμα της αμάρας αποτελείται από μια εγκάρσια σχισμή. Τα λ., πολύ διαδεδομένα στις περιοχές που έχουν θερμό ή ήπιο κλίμα, απουσιάζουν γενικά από τις ψυχρές ζώνες. Στην τάξη αυτή ανήκουν τα διάφορα είδη σαυρών και φιδιών.
* * *ταζωολ. βλ. λεπιδωτός.
Dictionary of Greek. 2013.